- κορυνηφόρος
- -ο (Α κορυνηφόρος και κορυνοφόρος, -ον)αυτός που φέρει κορύνη, ροπαλοφόροςαρχ.1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κορυνηφόροια) οι ροπαλοφόροι σωματοφύλακες τού Πεισιστράτουβ) χωρικοί ημιδουλοπάροικοι, προδωρικής καταγωγής, που υπηρετούσαν στη Σικυώνα υπό τις διαταγές Δωριέων ευγενών τών τριών φυλών και έφεραν για οπλισμό κορύνηγ) αστυνομικό σώμα στην Αντιόχεια τού Ορόντη2. (το αρσ.) προσωνυμία τού Πριάπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.